συμβιβάσει

συμβιβάσει
συμβίβασις
a bringing together
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συμβιβάσεϊ , συμβίβασις
a bringing together
fem dat sg (epic)
συμβίβασις
a bringing together
fem dat sg (attic ionic)
συμβιβάζω
bring together
aor subj act 3rd sg (epic)
συμβιβάζω
bring together
fut ind mid 2nd sg
συμβιβάζω
bring together
fut ind act 3rd sg
συμβιβάζω
bring together
aor subj act 3rd sg (epic)
συμβιβάζω
bring together
fut ind mid 2nd sg
συμβιβάζω
bring together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… …   Dictionary of Greek

  • θεμίστιος — (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”